- ἀδοιάστως
- ἀδοιάστως, ([etym.] δοιάζω)A without doubt, Anacr.95. [[pron. full] οῐ l.c.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδοιάστως — ἀδοιάστως επίρρ. (Α) [δοιάζω] χωρίς ενδοιασμούς, δισταγμούς, ανενδοίαστα … Dictionary of Greek